- λαιμοπέδη
- λαιμο-πέδη, ἡ, Halsfessel, (a) Schlinge zum Vogelfang; (b) Halsband der Hunde
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
λαιμοπέδη — λαιμοπέδη, δωρ. τ. λαιμοπέδα, ἡ (Α) 1. το λουρί που μπαίνει γύρω από τον λαιμό σκύλου, ο κλοιός 2. βρόχος, παγίδα για σύλληψη πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + πέδη / πέδα (δωρ. τ.) «δεσμός», πρβλ. τροχο πέδη, χειρο πέδη] … Dictionary of Greek
λαιμοπέδη — dog collar fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμοπέδην — λαιμοπέδη dog collar fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμοπέδας — λαιμοπέδᾱς , λαιμοπέδη dog collar fem acc pl λαιμοπέδᾱς , λαιμοπέδη dog collar fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… … Dictionary of Greek
λαιμοπέδαν — λαιμοπέδᾱν , λαιμοπέδη dog collar fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)